Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



σκεπάσῃ, νὰ τὰ


Ερμηνεία:

[γ΄ ενικό πρόσωπο αορ. υποτακτ. ρ. σκεπάζω (καλύπτω, κουκουλώνω, αποκρύπτω. Το τὰ μπροστά από ρήμα σημαίνει αυτά] 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) το σκέπας (σκέπασμα) < σκεπάω (σκεπάζω) < σκέπη (ασφάλεια, προστασία) < σκεπή (η στέγη) < σκεπάζω]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ,…  [Ο έρωτας στα χιόνια]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: